Τα παρακάτω ποιήματα και στιχογραφήματα βραβεύτηκαν στον 1ο Διαγωνισμό Ποίησης Βόλου (2005)

"Χθες, άνθισαν οι μυγδαλιές"

Ουρανία Κανιούρα 

(1ο βραβείο ποίησης)
  (μελοποιήθηκε από τον Ηλία Χατζόγλου)  
"Αντιμέτωπος με το χρόνο" Ουρανία Κανιούρα  (2ο βραβείο ποίησης)
"Ήρθα" Ουρανία Κανιούρα  (2ο βραβείο ποίησης)
"Φέγγε μου, να θυμηθώ" Στέφανος Κακαβούλης (2ο βραβείο ποίησης)
"Δράκοι" Εύα Μπεριάτου (2ο βραβείο ποίησης)
"Το σπίτι μου" Νίκος Παπακωνσταντίνου (3ο βραβείο ποίησης)
"Ρετρό φωτογραφία" Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου - Φιλιππίδου (3ο βραβείο ποίησης)
  (μελοποιήθηκε από τον Σπύρο Σαμοϊλη)  
"Τα πιο ωραία χρόνια μου σου χάρισα" Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου - Φιλιππίδου (3ο βραβείο ποίησης)
"Μεθύσι στην πολυθρόνα του 19ου" Στέφανος Κακαβούλης (3ο βραβείο ποίησης)
"Τα μέσα έξω" Στέφανος Κακαβούλης (3ο βραβείο ποίησης)
"Γι' αυτό σου λέγω" Αναστασία Γκίτση (3ο βραβείο ποίησης)
  (μελοποιήθηκε από τον Ηλία Χατζόγλου)  
"Εκείνες τις μαργαρίτες" Αναστασία Γκίτση (3ο βραβείο ποίησης)
"Απόσπασμα" Κωνσταντίνος Θωμαΐδης (3ο βραβείο ποίησης)
"Δείπνος" Κωνσταντίνος Θωμαΐδης (3ο βραβείο ποίησης)
"Ηλίανθοι" Εύα Αρβανίτη - Μιχαλοπούλου (3ο βραβείο ποίησης)
"Ο ήλιος των παιδιών" Νίκη Παπαδήμου (3ο βραβείο ποίησης)
"Απολογία" Αργύρης Σταυρόπουλος (1ο βραβείο στίχου)
"Μια καρδιά μοναχή" Νίκος Καρίμπας - Νίκος Πολύζος (2ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από τον Ηλία Χατζόγλου)  
"Πηνελόπη" Ελένη Μωυσιάδου - Δοξαστάκη (2ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από την Βάσια Μπούρα)  
"Σκέψου τις νύχτες" Κασσιανή Αμυγδαλίτση (3ο βραβείο στίχου)
"Με σιγουριά απόλυτη" Νικ. Καρίμπας - Νικ. Πολύζος (3ο βραβείο στίχου)
"Γίνε η νύχτα μου" Δέσποινα Τσαούσογλου (3ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από τον Πάρη Ζίκο)  
"Φορτισμένος έρωτας" Αντώνης Βλαζάκης (3ο βραβείο στίχου)
"Γράμμα" Κωνσταντίνος Ποζουκίδης 2ο βραβείο μαθητικού διαγωνισμού ποίησης
  (μελοποιήθηκε από τον Ηλία Χατζόγλου)  
"Ταξιδεύτρια" Κωνσταντίνος Ποζουκίδης 2ο βραβείο μαθητικού διαγωνισμού ποίησης
"Αναζητήσεις" Κωνσταντίνος Ποζουκίδης 3ο βραβείο μαθητικού διαγωνισμού ποίησης
"Φεύγοντας μ' άσπρα καράβια" Χρυσούλα Μπλιάτσιου 3ο βραβείο παιδικού διαγωνισμού ποίησης
"Το χαμένο χαμόγελο" Χρυσούλα Μπλιάτσιου 3ο βραβείο παιδικού διαγωνισμού ποίησης
"Χαιρετίζοντας τη ζωή" Χρυσούλα Μπλιάτσιου 3ο βραβείο παιδικού διαγωνισμού ποίησης

 

 

 

ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΝΙΟΥΡΑ

Χθες, άνθισαν οι μυγδαλιές 

Τα μπουμπούκια ανθίζουν πάνω στους κόμπους
από τα δάχτυλά σου.
Όχι δε θα σου πω για τις μυγδαλιές,
τα λουλούδια τους πέφτουν στα μαλλιά αργά, σα χιόνι.
Θυμάσαι την ιστορία που σου ψιθύριζα
στο διάφανο δωμάτιο με τους πίνακες
και τα λόγια μου πέφταν μαλακά στον λαιμό σου;
Για τον κήπο με τις δαμασκηνιές,
μικρές κόκκινες σταγόνες,-
κύτταρα που πολλαπλασιάζονται σχίζοντας στα δυο το κορμί τους
-διέσχιζαν το πρόσωπό σου.
Για τη Γιαπωνέζα με τα πορτοκαλιά μαλλιά,
βούλιαζε τα δάχτυλά της σε άγρια δαμάσκηνα
κι ύστερα τα πέρναγε από τα χείλη της
ένα ένα,
κινήσεις ηδονόπαθες,
φανταστικός χορός
ανάμεσα σε στίχους άηχους
που άφηνε στα κλαδιά της εκείνος,
το βράδι, όταν φύλαγε το κορμί της για καληνύχτα.
Μετά;
Μετά της έκοψαν τα δάχτυλα,
ένα ένα,
σου είπα.
Σώπασες
κι έτριξαν οι κόμποι από τα δάχτυλά μου.

 

Αντιμέτωπος με το χρόνο
  

Ξήλωσες τους δείκτες από τα ρολόγια σου
και τους κράτησες στο χέρι.
Χαμόγελο,
απουσίας χρόνου,
λιώνει τα κενά ανάμεσα στις ράγες
χύνοντας αργά-αργά με το μπρίκι του καφέ,
μνήμη.

Φτάνει η μέρα δύο ώρες πιο νωρίς έξω από το παράθυρό σου
και η φωνή της δύο τόνους πιο κουρασμένη.
Θεσσαλονίκη-Αγγλία,
μεταλλικός ο χτύπος από τα κέρματα που φτύνει το κόκκινο κουτί
μήπως και λιγοστέψουν οι ώρες.

Φυσάει,
ανακατεύονται τα λεπτά στο κεφάλι της.
Αρχίζει να μετράει ανάποδα,
αντεστραμμένο το τόξο του χρόνου,
τσιγάρο που κρατάει από τη λάθος μεριά στα δάχτυλά της.

Λέξεις κομμένες,
δεν φτάνει ο χρόνος της τον χρόνο του.
Το πάθος,
κλεισμένο στο νούμερο οχτώ να φλερτάρει το άπειρο.

Αισθήσεις που τρίζουν,
όχι δεν έχουν σκουριάσει,
ο χρόνος κάθεται στις αρθρώσεις τους.



Ήρθα

Ήρθα,

γεμάτη προσδοκίες.

Και βρήκα το απροσδόκητο.

Έμεινα στο χιόνι, να βλέπω τα δέντρα να γέρνουν κάτω από το βάρος του
αναπόφευκτου.

Από την κοιλιά της μάνας μου ονειρευόμουν μέσα στο νερό.

Ήρθα και βρήκα παγετό.
Κοκαλωμένες, παχιές νιφάδες.
Κάνουν τα μέλη δυσκίνητα και εσένα να αναρωτιέσαι πώς μπορείς να
προχωρήσεις.

Είναι στιγμές που όλα μοιάζουν να παγώνουν.
Το ρολόι τινάζει τους δείκτες του στον αέρα και το θερμόμετρο του κορμιού
σου δείχνει υπό το μηδέν.

Σ' ένα ξενοδοχείο στον πάγο.
Εκεί βρίσκεις να στεγάσεις όλους τους έρωτες που ξαπόστασαν στον κόρφο σου,
μα έλιωσαν με το πρώτο φως.

Και είναι κάτι βράδια που σέρνει βοή η θάλασσα μέσα σου,
χύνεται το κλάμα, γάλα, από τα στήθια της μάνας που βιάζεται να σβήσει τη
δίψα από το νεογέννητό της.

Κι εκείνο όλο φωνάζει,
κι όλο της ταράζει τον ύπνο
ενώ έξω η ζωή συνεχίζει να χτίζει σιωπηλά, νιφάδα τη νιφάδα, τα κρυστάλλινα
παλάτια της.

Δεν έπαψα να περιμένω.

 

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΑΒΟΥΛΗΣ

Φέγγε μου, να θυμηθώ

Οι τελευταίες νύχτες του Αυγούστου σιωπούν.
Η πανσέληνος μαρτύρησε πολλά μυστικά.
Η ολόγιομη λάμψη της δεν άφησε χώρο
να φυλαχτεί η απόρρητη φύση τους.

Μια πάμφωτη αποκάλυψη μύχιων σκέψεων
Τάραξε την ηθική όσων απέβλεπαν σε μια
 συνηθισμένη θέα από κάποια ταράτσα
-συνοδεία δείπνου-
καθώς ανήγειρε ξεχασμένες φαντασιώσεις. 

Τέτοιες σεληνιακές εξάρσεις χρειάζονται
αρκετά αθόρυβα σκοτάδια στη σειρά για να ξεχαστούν.
Ο αχνός φωτισμός του φεγγαριού εύκολα ξεγελά.
Υπόσχεται ασφαλή σκιασμένη κάλυψη
σε κάθε εκφρασμένη επιθυμία. 

Πώς ν' αντισταθεί κανείς;

 

 

EYA ΜΠΕΡΙΑΤΟΥ

Δράκοι

Δως μου την
Τελευταία εικόνα.
Την ανάσα σου-
πριν μαρμαρωθώ
για πάντα 

Θα φύγω και θα κοιμάσαι
τα πάντα φωτογραφία που έβαλα
στην τσέπη.
Βαρέθηκα ν' αντέχω
χωρίς κουράγιο
να υποψιάζομαι ό,τι
έγινε ήδη 

Ξερνάω δράκους κ' ακούω στρίγγες φωνές
σε καπνισμένες χώρες 

Δεν θα γίνω τίποτα.
Τίποτα που να το θυμάμαι
Ο χορός τελειώνει
με γρήγορα βήματα
Βγές γρήγορα εκτός
του χαμένου χρόνου σου.
Εκείνον που χάρισες
Και σ' αυτόν που χαρίστηκες
Που μ' αφήνεις;

 

 

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Το σπίτι μου 

Εγώ θέλω το σπίτι μου

τη θάλασσα να βλέπει,

να’ναι χτισμένο στα ψηλά

στον άνεμο να αντέχει.

 

Να’χω τα φώτα του ανοιχτά

σαν φάρος να φωτίζει,

κάθε καράβι που περνά

να μου γλυκοσφυρίζει.

 

Παντρεύονται οι ναυτικοί

της μοναξιάς την κόρη

και προίκα παίρνουν μοναχά,

την πρίμα και την πλώρη.

 

Και όταν τελειώνει η ζωή

και κόβεται το νήμα,

το χώμα παίρνει το κορμί

και την ψυχή το κύμα.

 

Να ανάβω στο μπαλκόνι του

την πίπα να φουμάρω

και να θυμάμαι τις φορές,

που νίκησα τον χάρο.

 

Και όλες εκείνες τις βραδιές

που η θάλασσα ήταν λάδι,

και η αλμύρα στο κορμί

κολούσε σαν το χάδι.

 

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

Ρετρό φωτογραφία

Έλα να βγάλουμε μαζί, μια φωτογραφία, όχι express και βιαστική.
Όχι τυχαία. Ούτε Fuji. Ούτε Kodak.
Ποθώ να είναι ωραία, όλο νοσταλγία, όλο λατρεία.
Θέλω ρετρό να βγάλουμε, ασπρόμαυρη φωτογραφία,
όλο τακτ κι αβροφροσύνη, ρομαντισμό, ερωτισμό, σαγήνη...! 

Σε φωτογράφο να πάμε παλιομοδίτη, που θα κρατά το φλας,
στο αριστερό το χέρι της καρδιάς
ψηλά να το κρατά, χώρια να το κρατά με κόπο,
να μας στήσει με κάθε λεπτομέρεια κι όταν είναι έτοιμη η πόζα,
να μας πει όλο στόμφο κι όλο πρόζα,
"Ένα , δύο, κοιτάξτε το φακό",
θα βάλει το κεφάλι του μέσα στην δύσχρηστη την μηχανή,
αποστάσεις θα μετρήσει και σκιές θα κανονίσει με χάρη σκηνοθέτη θα μας στήσει!
"Ένα, δύο, τρία κοιτάξτε το πουλάκι..." Έτοιμη η φωτογραφία!
 

Θα μας βάλει στο πλάνο, πατροπαράδοτα με κάθε λεπτομέρεια
χωρίς παράλειψη, μα και με δίχως επιτήδευση, όλο αφέλεια,
χωρίς ψεγάδι με τακτ,
με φόντο λουλούδια του αγρού, τουλίπες και ζουμπούλια.
Θα ποζάρουμε μες τον φακό, όλο γλύκες, ερωτευμένοι ως τα μπούνια.
Εσύ κι εγώ μες το παλιό φωτογραφείο, σαν τα πιτσούνια. 

Κι ένα δέντρο μυγδαλιάς, να το κουνώ με χάρη, θα 'χω κοντά μου,
τα πέταλα τ’ άσπρα να ρίχνω και 'συ να τα μαζεύεις και να μου τα δίνεις,
με δροσιά σαν του Δροσίνη, με τρυφερότητα, αγάπη, καλοσύνη. 

Σε καρδιά μέσα θα μας καδράρει,
στον ώμο μου να βάλεις το χέρι σου, να γύρεις σιμά μου, με λατρεία, ζήλια και πόθο,
και 'γω καθισμένη στην καρέκλα, με τραβηγμένη προσεχτικά την φούστα μου,
καλοχτενισμένη, όλο μπούκλες και κορδέλες και φιογκάκια,
να σου δίνω πίσω της μυγδαλιάς τα λουλουδάκια...! 

Τα παπούτσια μου, θα είναι  με μπαρέτες
και η φούστα μου θα είναι μακριά και όλο μπλέτες...!
Το βλέμμα αινιγματικό και λάγνο και σεμνό!
Εσύ θα φοράς μπριγιαντίνη στα μαλλιά. Θα με κοιτάς σαν Δον Ζουάν κατακτητικά.
Ένα ζευγάρι όλο υποσχέσεις...
Ένα ζευγάρι που δεν άρχισε ακόμα σχέσεις...
"Ένα, δύο, τρία, κοιτάξτε στον φακό. Έτοιμη η φωτογραφία"

Εσύ κι  Εγώ! Χωρίς βιασύνη, δίχως πίκρα και οδύνη,
μες το παλιό φωτογραφείο. Πόσο ταιριάζουμε εμείς οι δύο!
Εγώ να σε κοιτώ και 'συ να με φροντίζεις!
ζευγάρι αιώνιο, θα ζήσουμε μέσα σε άλμπουμ παλιά!
Που θα κοιτάνε όλο νοσταλγία και θα γελάνε με ευθυμία μαζί μας, τα παιδιά...

 

Τα πιο ωραία χρόνια μου σου χάρισα

Με της ελιάς τη δύναμη σ' αγάπησα, πιστά, ήρεμα και αφοσιωμένα...!
Με της ελιάς τα χέρια, σ' αγκάλιασα, πυκνόφυλλα μεστά και ασημένια...!
Με τις ελιάς τα χέρια τα ορθάνοιχτα, στον ουρανό σου δώθηκα...! 

Ειρηνικά σε στεφάνωσα, κλάδο ελαίας, γαλήνη να σ' απλώνει από παντού.
Όριο τις φυλλωσιές μου έκανα μη σε πειράξουν,
σε τύλιξα απάνεμα γύρω μου, σε έκανα δικό μου...!
Τον ίσκιο μου σου πρόσφερα, σε νανούρισα στον κόρφο μου σαν νεογέννητο,
σου είπα όλα τα μυστικά μου,
σου ψιθύρισα όρκους συλλαβιστά και λόγια
σου γλυκοτραγούδησα συρτά και αμανέδες.
Κι’ έτσι σου παρέδωσα όλα τα κλειδιά μου και της ψυχής τους μενεξέδες...

Με της ελιάς το πράσινο μάτι σε πλάνεψα
σαν Κίρκη χορούς σου χόρεψα, με δαχτυλίδι και βραχιόλια,
για να σε πάω στο νησί μου, σ' ένα νησί χωρίς Λαιστρυγόνες
δίχως τρίαινες , Ποσειδώνες και μποφόρια.....! 

Με της ελιάς το δόσιμο σ' αγάπησα,
καρπούς και λάδι ξεχείλισα, σου έδωσα χωρίς οικονομίά...
το πιο χρυσό, το πρώτο τ' αγουρέλαιο,
παρθένο χωρίς οξύτητα, μα με γλυκύτητα...
Και τα πικρά νοστίμισα και τα ξινά ζαχάρωσα,
τα πιο ωραία χρόνια μου σου χάρισα!...
Μαζί σου χορούς του γάμου χόρεψα με ρύζι και με πέταλα.
Χρυσή καδένα στο λαιμό σου φόρεσα, όλα τα λάθη σου συγχώρεσα,
παρ' όλο που η ζωή δεν πέρασε ανέμελα, εγώ ΕΠΕΜΕΝΑ. 

Με της ελιάς την φρονιμάδα φορτία, το βάρος των καρπών μου σήκωσα.
Περίμενα με υπομονή το μάζεμα των προσδοκιών μου σε τσουβάλια...
Με της ελιάς τη σωφροσύνη, τη ρίζα μου φανέρωσα να ξαποστάσεις,
να βρεις γαλήνη,
σαν κουρασμένο οδοιπόρο σε υποδέχτηκα
και σαν τον αχθοφόρο αγόγγυστα το βάρος ,δέχτηκα.

Με της ελιάς την αντοχή ,τη ρίζα μου σου φανέρωσα.
Ρίζα χρυσή, καφέ, ρίζα με ρόζους, όχι πιο νέα, μα σοφή,
ρίζα που αντέχει, σ' όλα τα χρώματα του ορίζοντα
να γείρεις πλάι μου να κοιμηθείς, χωρίς να φύγεις.

Το χέρι μου να πιάσεις με το χέρι σου,
στον ώμο σου να γείρω το κεφάλι,
κι ας μας βρει το τέλος μας, μαζί αγκαλιασμένους,
στης ρίζας τη γαλήνη χορτασμένους...

Την αυγή... ένας φτωχός σπουργίτης,
την αγάπη μας θα τραγουδάει , μέσα στους ελαιώνες... νικηφόρος...!

 

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΑΒΟΥΛΗΣ

Μεθύσι στην πολυθρόνα του 19ου

Mε το κλείσιμο του ματιού
ο πάτος του ποτηριού γίνεται αυτό που μπορείς να δεις
και η αιμάτινη απόχρωση τού κεριού,
πληγωμένου από την κυριαρχία τής μαυροδάφνης
σε γλώσσα και μυαλό,
αυτό που επιθυμείς να δεις. 

Κράτα όμως καλά το ποτήρι. Ο λεκές δύσκολα θα φύγει.
Γιατί να δώσεις διάρκεια σε μια πρόσκαιρη επιθυμία,
ποτίζοντάς την σε αιωνόβιο κάλυμμα πολυθρόνας 19ου  αιώνα; 
Το πρόσκαιρο πρέπει να παλεύει για το λεπτό παραπάνω ζωής του. 

Και συ απ' τη μεριά σου, σεβάσου τη κεκτημένη σοφία του επίπλου,
που εδώ και ώρα ανέχεται τις εναλλασσόμενες στάσεις που παίρνει το   
σώμα σου, για να βολευτεί πάνω του.  

Μην το κουράζεις παραπάνω.    

Του φτάνει το σταθερά αυξανόμενο βάρος του χρόνου,
που υπομονετικά σηκώνει στην καμπυλωτή, σκληρή του πλάτη.

 

Τα μέσα έξω.

Ήταν η μεσημβρινή ώρα μιας Μεγάλης Παρασκευής
όταν καθισμένος σε χώρο προσωπικό, κατάλληλο για στιγμές     
περισυλλογής, μια οδυνηρή εικόνα με κατέβαλλε. Ένα γυμνό σώμα        
όμοιο    με το δικό μου, μόνο αρκετά πιο αδύνατο, δεχόταν δυνατά,
οργισμένα χτυπήματα από χέρια που του ήταν γνώριμα. 

-μπορεί  να το είχαν χαϊδέψει κάποτε- 

 Χέρια που έσφιγγαν στην γροθιά τους λαβές μακριών μαστίγιων
και άνοιγαν το καθένα χωριστά την δική του πληγή στο ξαπλωμένο          
σώμα.   Το παράδοξο ήταν ότι κάθε πληγή έκλεινε πριν προλάβει
να στάξει σταγόνα αίμα. 

-Αντίσταση του σώματος ή πρόκληση για δυνατότερο χτύπημα;
 Δεν ξέρω. 

Τα χέρια πάντως εγείρονταν από την θέα αυτή
και βαρούσαν ανελέητα .Όταν ακούστηκαν τα πρώτα
βογκητά πόνου, ένδειξη σταδιακής παράδοσης τού κορμιού,
ο ρυθμός των χτυπημάτων επιβραδύνθηκε.
Τα γνώριμα χέρια άφησαν τα μαστίγια και συνέχισαν, μόνα,
την έκφραση του θυμού τους. 

 Η επιβολή τους ήταν πλέον σίγουρη. 

Μην αντέχοντας τόση βία, πλησίασα το παράθυρο
και τράβηξα την κουρτίνα, μήπως ο  αέρας αλλάξει
τη διάθεση του μυαλού για παρόμοιες εικόνες.  

-Κάπως καλύτερα, σκέφτηκα. 

Τι ήρεμα που είναι όλα έξω. Σαν να έχει γίνει μια
μυστική συμφωνία μεταξύ γης και ουρανού με σκοπό
τη συμβολή τους στο βαρύ νόημα αυτής της μέρας.
Mόνος ήχος, η πένθιμη καμπάνα. Ήχος σταθερός,
γεννημένος από δυνατά, ρυθμικά χτυπήματα,
που επιβάλλουν την θλίψη  σε όποιον τα ακούει.
Δυνατά, οργισμένα χτυπήματα
Τόσο… γνώριμα.

 
 
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

 

Γι'αυτό σου λέγω...

 

Καταμεσής της ποίησης, της πιο μεστής ζωής μου
τον εαυτό απώλεσα...
μ'  απ' όλες ωραιότερη εκείνη των χεριών σου...
ποίηση του αγγίγματος
θαρρώ πως την εκκάλεσα...

Σαν παραμύθι θα μπορούσε ν' ακουστεί τούτη η ανάσα...
 

 

"αχ! Μυρίζει γη και ουρανό
πληγή χαράς αλλάζει
αποχυμώνει το βυθό
με μιας θαρρείς χαράζει..."

 

Σαν τραγουδάκι μαγικό που σε χείλη ολόγιομα κεράσι
βάφει ουρανούς...
 
 

"αχ! Λίγη απ' τη λύπη την παλιά
δώσε να την κρατήσω
και αν σου χαδέψω τα μαλλιά
με μιας θ' αναριγήσω..."

 

Και τι όμορφα στ' αλήθεια τούτα τα κρινάκια!
Λευκά καταγής στην αμμουδιά...
Γαλάζα καταμεσής της θάλασσας...
 
 

"αχ! Σαν άγγιγμα θα κουραστώ
σαν λάβα θα σ' αγγίξω
και αν στη δροσιά μου αναριγείς
στους ώμους σου θα ρίξω
εσάρπα άσπρη τ' ουρανού,
να μη θωρείς παρά χαρά...
να μην σε λεν παρά χαρά..."
 

Στάλαξε κάτι από καημό και θα με καταλάβεις...
και αν πάλι με πεις παιδί,
το προτιμώ να ξέρεις...
παιδί της θλίψης θαρρώ
πως μ' αποκάλεσες...

  

Εκείνες τις μαργαρίτες...

 

Eκείνες τις κίτρινες μαργαρίτες που έκοψες
από τη χλόη του χωραφιού
στον ουρανό να τις φυτέψεις,
τις αρμόζει πιότερο το γαλάζο,
φωτίζει τα πέταλα σαν από στάλες μελίρρυτου απόβροχου...
Βρέχει απόψι,
δίχως να σταματάει λεπτό 
κι αν είναι που σταλάζουν χαμόγελα,
μη μου αναστενάζεις από νοσταλγία
έλα! να πιούμε ένα ποτηράκι κρασί
και να μασουλήσουμε σοκολάτα
έλα! να νιώσουμε παιδιά
φέρε και το λύχνο να διαβάσουμε ποιήματα που 'χω καιρό.
Αλήθεια... εκείνες τις μαργαρίτες,
θαρρώ ήταν χρυσαφένιες,
τις φύτεψες στον ουρανό;
Ίσως γι' αυτό κάθε που ψιχαλίζει, πέταλα
στάζει ο ουρανός  και μας πλακώνουν
σαν αδυσώπητος καταιγισμός
που λυτρωμό δε φτάνει...

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΩΜΑΪΔΗΣ

Απόσπασμα

 
Ι.
Μεσάνυχτα' όταν οι γνώριμες ενορχηστρώσεις
αποπαίρνουν το λογισμό, διαρκώς το σχήμα
ενός ώμου -στο βάθος ειδύλλιο από θάλασσα-
κατανικά το φεγγάρι που 'γινε ίχνος μισοχωνεμένο
στην ολόμαυρη γαστέρα του σύμπαντος.
 
Δέομαι να δραπετεύσω από τις προβλέψεις του αίματός μου.
 
ΙΙ.
Δεν ήθελα πάντως να σ' αφήσω θλιβερή
Μα, βλέπεις, κάθε κατάρα που γεννιέται γεννάει
Στοιχειωμένα τα μάτια
Στοιχειωμένες κι οι ελπίδες σου
 
Στυγνή κληρονομιά η θύμηση
Γιατί είναι πάντα μοναδικός ο κληρονόμος
 
Όπως τώρα που αντιπαλεύω μ' εκείνη την εικόνα
Εσύ κι εγώ μαζί. Και σου είπα:
"Τι πολύς που είναι ο κόσμος κάτω"
Κι ας ήθελα να πω πόσο πολύς ήταν ο κόσμος δίπλα μου.
 
ΙΙΙ.
Σου μετρώ τα ταξίδια
 
Το καλό με τη φυγή
είναι ότι πάντα επιστρέφει.

 

 
Δείπνος
 
Νύχτα
Σε νιώθω να δραπετεύεις αποστάσεις πάνω στον αυχένα μου
Με τις πριονισμένες αλυσίδες σου να κρατούν ρυθμό
στο ξεμάκρεμα
 
Έχει ώρα που άνοιξα το πιο παλιό μου κλάμα
 
Κι αποτελείωσα-
Βαλσαμωμένα πλέον τα φτερά των λέξεών μου
 
Ρίχνω ρίχνω λέξεις
Ρίχνω δάκρυα, και ρίχνω
-δόλωμα στα ρηχά των αποδράσεων-
 
Τίποτα
 
Στο δείπνο
Δεν θα υπάρχει ιχθύς σωτηρίας
 
Ούτε νύχτα, ούτε λέξεις
 
Και δεν τραβιέται ασυντρόφευτο
το πιο παλιό μου κλάμα

 

 

ΕΥΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ - ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ηλίανθοι

Βρέχει σταγόνες μισοφέγγαρα
 στ΄ ακροκέραμα των λογισμών,
 δροσοσταλιές κυκλάμινου
 στη στέρφα γη των ποιητών.
 Στο διάδρομο της προσγείωσης
 ξεπλένονται τα ξέφτια όνειρα.
 Με σκόνη ζαφειριών τ΄ αστέρια
 ραντίζουν το κάμα στη φωλιά της γης.
 Η συνείδηση των αιώνων βρυχάται!
 Με το σταμνί του υδροχόου στον ώμο
 και το σταυρό αγκάθι στην πλάτη,
 ατενίζοντας το αιώνιο,
 οδεύουμε στο Γολγοθά
 του πύρινου μέλλοντος,
 στους πύργους - κρύσταλλο του απείρου,
 στην τροχιά της μετάλλαξης
 του θηρίου σε
Άνθρωπο!

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΙΜΠΑΣ - ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ

Μια καρδιά μοναχή

Ένα κίτρινο φύλλο
θα κρατήσω να στείλω
στην αυλή της καρδιάς
τη στιγμή που θα φεύγεις
και ξανά θα αποφεύγεις
το γιατί της ματιάς. 

Έξω πέφτει βροχή
μια καρδιά μοναχή
συλλαβές ψιθυρίζει
σαν παλιά προσευχή
την καινούρια αρχή
να μπορεί να στηρίζει. 

Ξαναπές μου το όχι
της ψυχής η απόχη
ας μαζέψει καημό
κι αν την πνίγουν οι βρόγχοι
αχ κουράγιο που το΄χει
να τ
' αντέξει κι αυτό. 

Έξω πέφτει βροχή... 

Μια βαλίτσα σκισμένη
στη σιωπή περιμένει
για εκδρομή το περνά
αν μπορούσε να ξέρει
ποια παλιά μεταφέρει
στης ζωής τα στενά. 

Έξω πέφτει βροχή...

 

 

ΕΛΕΝΗ ΜΩΥΣΙΑΔΟΥ - ΔΟΞΑΣΤΑΚΗ

Πηνελόπη

Κατάσαρκα στο όνειρο

πράσινο πελαγίσιο,

ένα κοχύλι αλμυρό

στα στήθη τα γυμνά,

στο μπράτσο σου φοινικικό

τρικάταρτο καράβι,

κουρσάρου που τον κέρδιζες

μια νύχτα στα χαρτιά...

Κι ένα φεγγάρι στρογγυλό

σαν ασημένιο ντέφι

να σπαρταρά στα πέλαγα

και στ' ουρανού τα νέφη.

 

Κι εγώ να είμαι μοναχή

και μόνη να προσμένω.

Της Πηνελόπης το πανί

να υφαίνω, να ξεϋφαίνω.

 

Να σε προσμένω στη σπηλιά

μελαχρινή γοργόνα,

ο κέδρος να τριζοβολά,

να λάμπει η φωτιά,

θαλασσοπούλια τα φτερά

να βρέχουνε στο κύμα,

μία νεράιδα να ηρεμεί

του Ομήρου τα νερά...

Κι ένα φεγγάρι στρογγυλό

σαν ασημένιο ντέφι

να σπαρταρά στα πέλαγα

και στ' ουρανού τα νέφη.

 

Μα το πρωί σαν έρχεται

εγώ -ποια Πηνελόπη;-

να βλέπω στον καθρέφτη μου

πώς χάνεται η νιότη!

 

 

ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΤΣΗ

Σκέψου τις νύχτες

Άφησε τ' όνειρο να φεύγει μες στο άπειρο
ταξίδι αλλιώτικο, μοναχικό στη νιότη
κι έλα κοντά μου μια στιγμή
γίνε του ορίζοντα γραμμή
θυμήσου, είμαι η αγάπη σου η πρώτη 

Σκέψου τις νύχτες, τις βροχές
τη θάλασσα του Οκτώβρη
Σκέψου εκείνες τις στιγμές
τις μακρινές που σα σκιές
αλλάζουν χρώματα
στης λησμονιάς την όχθη
και στάζουν σαν από κερί
φτιάχνοντας ξένη προσευχή
μ' ένα αλφάβητο που γράφει
πάντα "όχι"

Άφησε τ' όνειρο να φεύγει μέσ' το άπειρο
τα μάτια κλείσε μεσ' στη ζέστη των χειλιών μου
ξέχνα τον κόσμο, το σκοπό
το υπαρκτό, το ορατό
κοιμήσου φως μου μεσ' την αύρα των χεριών μου 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΙΜΠΑΣ - ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ

Με σιγουριά απόλυτη

Μαζεύω τις σιωπές
σε δυο αποσκευές
η μοναξιά κλεισμένη
τα σώματα χαρτί
να λιώνουν στη βροχή
που πέφτει κουρασμένη. 

Και περπατάς ξιπόλητη
με σιγουριά απόλυτη
στο αύριο που χαράζει
μία γραμμή στο τζάμι σου
το χρώμα του πουκάμισου
κοιτάς αν σου ταιριάζει. 

Στης νύχτας το ρυθμό
σε ενικό αριθμό
το σ΄αγαπώ θα κλίνω
με μια φωνή καρμπόν
στο χρώμα των φιλιών
παράσταση θα δίνω. 

Και περπατάς ξιπόλητη...

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ  ΒΛΑΖΑΚΗΣ

Φορτισμένος έρωτας

Σαν φορτισμένο ηλεκτρικό πεδίο
σαν το πεδίο των μαχών,
είναι η σχέση μας μωρό μου
σαν έκρηξη αστεροειδών.

Εσύ 'σαι λέοντας μωρό μου
κι εγώ ψαράκι του νερού,
μα όσο κι αν το προσπαθούμε
εσύ στη γη κι εγώ αλλού.

Βραχέα ακούς εσύ μωρό μου
που παίζουν χώρες μακρινές,
μα 'μένα ο δέκτης μου μωρό μου
πιάνει συχνότητες ψηλές.

Φωτιά ο έρωτας που ζούμε
και σαν ηφαίστειο που ξυπνά,
μα όπως κι αν το φανταστούμε
δε θα μας βγάλει πουθενά.

 

 

ΤΣΑΟΥΣΟΓΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ

Γίνε η νύχτα μου..

Κάθε που βραδιάζει σε αναζητώ
λέω θα γυρίσεις...μα δεν είσαι εδώ
Μες στα όνειρα μου ζεις κάθε βραδιά
γεύομαι από σένα χάδια και φιλιά..  

Και σαν ξημερώσει είμαι μοναχή
Δάκρυα στα μάτια φέρνει η αυγή
Έρχεται στο πλάι πάλι η ερημιά
Πάλι θα μιλάω με την μοναξιά...
 

Σε θέλω δίπλα μου μα πήρες άλλο δρόμο..
Γίνε η νύχτα μου,δεν θέλω άλλο πόνο..
Σε θέλω δίπλα μου μα εσύ μακριά μου είσαι ..
Γίνε η νύχτα μου,στα όνειρα μου ζήσε.. 

Κράτα μου το χέρι άλλη μια φορά
Δώσε μου ανάσα να χτυπάει η καρδιά
Χάρισε μου μόνο το χαμόγελο σου..
Κι ύστερα γύρνα στον κόσμο τον δικό σου.. 

Κάθε που βραδιάζει χαίρομαι και ζω
Ξέρω πως θα έρθεις και σε καρτερώ
Μα σαν ξημερώσει είμαι μοναχή
Δάκρυα στα μάτια φέρνει η αυγή.. 

Σε θέλω δίπλα μου μα πήρες άλλο δρόμο..
Γίνε η νύχτα μου,δεν θέλω άλλο πόνο..
Σε θέλω δίπλα μου μα εσύ μακριά μου είσαι ..
Γίνε η νύχτα μου,στα όνειρα μου ζήσε..

 

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΖΟΥΚΙΔΗΣ

 

Γράμμα

 

Έχει απόψε ένα φεγγάρι σα σμαράγδι

Και στη νύχτα μας μιλά μια οπτασία.

Ένιωσα την καρδιά σου να χτυπά με βία

Αφήνοντας πάνω μου αγιάτρευτο σημάδι.

 

Με κοίταξες στα μάτια μια φορά

Και τα δυο σου χείλη ψιθυρίσαν ένα ψέμα,

Το βλέμμα σου χάθηκε μες στο δικό μου βλέμμα

Κι έπειτα δε μ' άγγιξες ξανά.

 

"Χάσαμε το άστρο μας" φωνάζεις,

μα τώρα το θυμήθηκες, μέσα στο φως;

Τόσες μήνες πλέουμε, μάλλον πλέω μοναχός,

Κι εσύ μονάχα έμαθες ν' αλλάζεις.

 

Κράτησα τα χέρια μου κλειστά

Κι έγιν' η καρδιά μου ένα λουλούδι.

Τα βράδια σου ψιθύριζαν αλλιώτικο τραγούδι

Παράθυρα της νύχτας, σφαλιστά.

 

Πες μου, ποιος σου είπε να μου πεις

Σ' ένα γράμμα μόνο τόση αλήθεια;

Δε θέλω πια στα μάτια να με δεις,

Φοβάμαι τα ωραία παραμύθια.

 

 

Ταξιδεύτρια

 

Μ’ ένα χαμόγελο μου λες αντίο

Και σε φουρτουνιασμένες θάλασσες χιμάς

Τ' ονείρου μου εσύ, αλησμόνητο θηρίο

Που τη μορφή σου χάλασε ο Βοριάς.

 

Τώρα θλιμμένη έρχεσαι τα βράδια

Τις νύχτες που φωνάζει ο καιρός

Δεν άντεξες του κορμιού σου τα σημάδια

Σαν έδυσε ο ήλιος της νυκτός.

 

Ποιος θεός, ποιος θεός σε κυνηγάει

Μέσα στην άσωτη σιωπή σου

Που σαν σε δει με τη φωνή μου σου μιλάει:

“Να ξαναρχίσω θέλω απ΄ την αρχή σου!"

 

Κι εσύ μια φεύγεις μια γυρνάς φουρτουνιασμένη

Με δύο μάτια απ' τη θάλασσα καμένα

Και με κοιτάς έτσι που είσαι ξαφνιασμένη:

"Να ξαναζήσω θέλω αυτό που έζησα με σένα"

 

 

 

 

Αναζητήσεις

 

Χλωμά τα φώτα, μαύρος ίσκιος σε σκεπάζει

Και μια παλιά Σωκρατική ειρωνεία.

Ο ήχος του Μπετόβεν σε τρομάζει

Κι ας ξεσυνήθισες σ' αυτόν του Καββαδία.

 

Με μια ζωή συναισθημάτων να βουλιάζει

Τα βήματά σου χάνονται στο μαύρο,

Ήθελα να 'ξερα αν θα 'πρεπε να τα 'βρω

Ή αν θα τα 'βρω, κι αν δε τα 'βρω δεν πειράζει.

 

Σε δυο ματιές, σε μια στιγμή, σε μιαν ελπίδα

Σ’ έναν ήχο κι ένα σόλο που δε λέει να σβήσει,

Ψάχνω να 'βρω άμα μ' έχεις αγαπήσει

Ή αν μπορείς μέσα σ' αυτή την καταιγίδα.

 

Έχοντας στο πέτο μου μια αρχαία ρήση

Κι ένα λουλούδι με δύο σύννεφα σβησμένα

Σκέφτομαι πως όλα πήγανε χαμένα

Τώρα που το άστρο σου πάει να δύσει.

 

 

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΠΛΙΑΤΣΙΟΥ

Φεύγοντας με άσπρα καράβια 

Άνοιξε πανιά.
Βίρα τις άγκυρες.
Βάλε πλώρη για άγνωστα μέρη, μαγευτικά.
Σάλπαρε για μέρη,
Όπου η κάθε μέρα θα συμβολίζει μια νέα αρχή
Και ο θάνατος δε θα 'ναι απλά το τέλος,
Μα ένας τρόπος πάντα να θυμάσαι
Πως σ' αυτή τη ζωή
Τίποτα δεν είναι παντοτινό.
Τίποτα δε ζει αιώνια
Όλα στη φύση αναγεννιόνται 

Γι' αυτά τα μέρη φύγε μ' άσπρα καράβια
-τα καράβια των ονείρων σου-
Και μη γυρίσεις πίσω πια...

 

Το χαμένο χαμόγελο 

Ένα χαμόγελο ζητώ...
Ένα χαμόγελο...
Να φέρει την ελπίδα στη ζωή…
Να αναστήσει τις πεθαμένες ψυχές ...
Να ερεθίσει τις ονειροπόλες
Και να γλυκάνει τις ευτυχισμένες...
 

Ένα χαμόγελο ζητώ...
Ένα  χαμόγελο...
Να σώσει ό,τι μπορεί απ’ τα κομμάτια των ονείρων μας.
Να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον ήλιο μας για να ανατείλει.
 

Ένα χαμόγελο ζητώ...
Ένα χαμόγελο...
Ώθηση να μας δώσει
Να βγούμε μπροστά πιο δυνατοί. 

Ένα χαμόγελο ζητώ...
Ένα χαμόγελο...
Μα ποιος να μου το χαρίσει ;
Ποιος θυμάται πια πώς να χαμογελάει; 

Μα εγώ επιμένω...
Και συνεχίζω...

Ένα χαμόγελο ζητώ...
Ένα χαμόγελο...

 

 

Χαιρετίζοντας τη ζωή

Καλημέρα ζωή!
Άνοιξες πάλι τα δυνατά σου φτερά
για να πετάξεις ψηλά προς τον ήλιο,
να φύγεις και σήμερα για το γνωστό σου ταξίδι
που αύριο θα κάνεις πάλι απ' την αρχή. 

Καλημέρα ζωή!
Ψιθυρίζω το μήνυμα σου σ’ ένα λουλούδι,
Πως βγήκες και σήμερα για  το κυνήγι του ήλιου
Και μου παρήγγειλες να ‘ρθω μαζί σου. 

Καλησπέρα ζωή!
Κι αν δεν μπορώ να καταλάβω το όμορφο κάλεσμά σου,
Κι αν δεν μπορώ να αφεθώ στην αγκαλιά
που μου ανοίγεις για να μπω,
μη θλίβεσαι...

Καληνύχτα ζωή!
Δεν τα κατάφερα να νιώσω το τραγούδι σου
Και δεν ήρθα μαζί σου στο κυνήγι του ήλιου και της ευτυχίας
Κι ούτε στην αγκαλιά σου ανταποκρίθηκα.
Μα μη θλίβεσαι ακόμη...
Δικό μου λάθος και αιώνια δυστυχία
Που δε σ'  ακολούθησα και σε έχασα. 

Καληνύχτα ζωή!
Ελπίζω και αύριο να με καλέσεις, μια τελευταία φορά
στο κυνήγι του Θεού, του Ήλιου
και τότε στο ορκίζομαι, ζωή,
δε θα σ' απογοητεύσω ποτέ ξανά... Ποτέ!   
  

copyright © 2006 Foudoulis' Conservatory

designed by